Τρεις σταλιές Έσσε
Ήταν αίσχος το πως κορόιδευε η ζωή, ήταν να κλαις και να γελάς! Ή ζόυσες και άφηνες τις αισθήσεις σου να παίζουν και να χορταίνουν στο σήθος της πανάρχαιας Μητέρας-Εύας – αυτο παρείχε βεβαίως αρκετή ηδονή, όχι όμως και προστασία από την παροδικότητα· τότε ήσουν σαν ένα μανιτάρι στο δάσος που λάμπει σήμερα χρώματα και άυριο έχει σαπίσει.Ή αντιστέκεσαι και κλείνεσαι σ’ένα εργαστήρι και προσπαθείς να φτιάξεις ένα μνημείο για την περαστική ζωή – τότε έπρεπε να απαρνηθείς την ζωή, τότε ήσουν μόνο ένα εργαστήρι, τότε υπηρετούσες βέβαια την αθανασία, αλλά μαραινόσουν και έχανες την ελευθερία, την πληθώρα και την χαρά της ζωής. Αυτό είχε πάθει και ο αρχιτεχνίτης Νίκλαους.
Αχ, και όλη τούτη η ζωή δεν ήταν διχασμένη από αυτό το ξερό είτε-είτε! Να δημιουργείς χωρίς να είναι η ζωή το αντίτιμο! Να ζεις χωρίς εντούτοις να παραιτείσαι από την ομορφιά της δημιουργίας! Δεν είναι τούτο δυνατό;
Ίσως υπήρχαν άνθρωποι για τους οποίους ήταν δυνατό, υπήρχαν άραγε σύζυγοι και οικογενειάρχες που δεν χάνανε σαν συνέπεια της συζυγικής πίστης την απόλαυση των αισθήσεων; Υπήρχαν άραγε νοικοκύρηδες οι καρδιές των οποίων δεν στέρευαν από έλλειψη ελευθερίας και κινδύνου; Ίσως. Μέχρι τώρα δεν είχε δει κανέναν.
Είχε την εντύπωση πως κάθε ύπαρξη βασιζόταν στην δυάδα, στις αντιθέσεις· ήσουν ή γυναίκα ή άνδρας, ή περιπλανώμενος ή μικροαστός, ή εγκεφαλικός ή αισθησιακός – πουθενά δεν βιωνόταν συγχρόνως η εισπνοή με την εκπνοή, η γυναικεία υπόσταση, με την ανδρική ελευθερία και τάξη, ορμές και πνεύμα, πάντα έπρεπε να πληρώνεις το ένα με την απώλεια του άλλου και πάντα έπρεπε να πληρώνεις ήταν το ένα τόσο σηματνικό και ποθητό όσο και το άλλο! Σ’αυτό ήταν ίσως πιο εύκολο για τις γυναίκες. Σ’ εκείνες το είχε ρυθμίσει η φύση, έτσι, που η ηδονή καρποφορούσε μόνη της και από την ερωτική ευτυχία γεννιόταν το παιδί. Στον άνδρα υπήρχε αντί τούτης της απλής γονιμότητας η παντοτινή λαχτάρα. Ήταν άραγε ο Θεός που τα είχε δημιουργήει όλα κακός ή εχθρικός; Γελούσε με χαιρεκακία για την πλάση του; Όχι δεν μπορούσε να είναι κακός φαού είχε δημιουργήσει τα ελάφια και τα ζαρκάδια, τα πουλιά και τα ψάρια, το δάσος, τα λουλούδια και τις τέσσερες εποχές. Αλλά μία ρωγμή περνούσε την δημιουργία του, είτε επειδή ήταν αποτυχημένη είτε ατελής, είτε επειδή ο Θεός είχε ιδιαίτερο σκοπό για τούτο το κενό και τη λαχτάρα στην ανθρώπινη ύπαρξη, ίσως ήταν τούτο ο σπόρος του εχθρού, το προπατορικό αμάρτημα; Αλλά γιατί να ήταν τούτη η λαχτάρα και η ανεπάρκεια αμαρτία; Δεν προέρχονταν από εκείνη όλα τα ωραία και ιερά που είχε δημιουργήσει ο άνθρωπος και που τα επέστρεφε στο Θεό ως θυσία για να τον ευχαριστήσει;
Ίσως υπήρχαν άνθρωποι για τους οποίους ήταν δυνατό, υπήρχαν άραγε σύζυγοι και οικογενειάρχες που δεν χάνανε σαν συνέπεια της συζυγικής πίστης την απόλαυση των αισθήσεων; Υπήρχαν άραγε νοικοκύρηδες οι καρδιές των οποίων δεν στέρευαν από έλλειψη ελευθερίας και κινδύνου; Ίσως. Μέχρι τώρα δεν είχε δει κανέναν.
Είχε την εντύπωση πως κάθε ύπαρξη βασιζόταν στην δυάδα, στις αντιθέσεις· ήσουν ή γυναίκα ή άνδρας, ή περιπλανώμενος ή μικροαστός, ή εγκεφαλικός ή αισθησιακός – πουθενά δεν βιωνόταν συγχρόνως η εισπνοή με την εκπνοή, η γυναικεία υπόσταση, με την ανδρική ελευθερία και τάξη, ορμές και πνεύμα, πάντα έπρεπε να πληρώνεις το ένα με την απώλεια του άλλου και πάντα έπρεπε να πληρώνεις ήταν το ένα τόσο σηματνικό και ποθητό όσο και το άλλο! Σ’αυτό ήταν ίσως πιο εύκολο για τις γυναίκες. Σ’ εκείνες το είχε ρυθμίσει η φύση, έτσι, που η ηδονή καρποφορούσε μόνη της και από την ερωτική ευτυχία γεννιόταν το παιδί. Στον άνδρα υπήρχε αντί τούτης της απλής γονιμότητας η παντοτινή λαχτάρα. Ήταν άραγε ο Θεός που τα είχε δημιουργήει όλα κακός ή εχθρικός; Γελούσε με χαιρεκακία για την πλάση του; Όχι δεν μπορούσε να είναι κακός φαού είχε δημιουργήσει τα ελάφια και τα ζαρκάδια, τα πουλιά και τα ψάρια, το δάσος, τα λουλούδια και τις τέσσερες εποχές. Αλλά μία ρωγμή περνούσε την δημιουργία του, είτε επειδή ήταν αποτυχημένη είτε ατελής, είτε επειδή ο Θεός είχε ιδιαίτερο σκοπό για τούτο το κενό και τη λαχτάρα στην ανθρώπινη ύπαρξη, ίσως ήταν τούτο ο σπόρος του εχθρού, το προπατορικό αμάρτημα; Αλλά γιατί να ήταν τούτη η λαχτάρα και η ανεπάρκεια αμαρτία; Δεν προέρχονταν από εκείνη όλα τα ωραία και ιερά που είχε δημιουργήσει ο άνθρωπος και που τα επέστρεφε στο Θεό ως θυσία για να τον ευχαριστήσει;
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Η σκέψη μας είναι μια συνεχής αφαίρεση, γυρίζουμε την πλάτηστο αισθητό, προσπαθούμε να ανοικοδομήσουμε ένα καθαρά πνευματικό κόσμο. Εσύ όμως παίρνεις το πιο παροδικό το πιο θνητό στην καρδιά σου και διακηρύττεις το πιο περαστικό. Εσύ δεν του γυρίζεις την πλάτη, του παραδίδεσαι και έτσι το ανυψώνεις στα μεγαλύτερα ύψη, το κάνεις όμοιο με το αιώνιο. Εμείς οι στοχαστές προσπαθούμε να πλησιάσουμε το Θεό, αφαιρώντας από Εκείνον τον κόσμο. Εσύ τον πλησιάζεις αγαπώντας την δημιουργία του και την αναπλάθοντάς την. Και τα δύο είναι έργα ανθρώπων και ανεπαρκή, αλλά η τέχνη έιναι πιο αθώα.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Είχε δημιουργηθεί η ζωή του ανθρώπου πραγματικά για να είναι τακτική και να καθορίζεται κάθε της ώρα και πράξη από τις καμπάνες της προσευχής; Είχε πλαστεί ο άνθρωπος πραγματικά για να μελετήσει τον Αριστοτέλη και τον Θωμά τον Ακινάτη, να μάθει ελληνικά, να απονεκρώνει τις αισθήσεις του και να δραπετεύει από τον κόσμο; Δεν τον είχε πλάσει ο Θεός με ένστικτα και ορμές, με αιματηρά σκοτάδια, με την ικανότητα για αμαρτία, ηδονή και απογνωση;
Από το Νάρκισσος και Χρυσόστομος 1930, του Έρμαν Έσσε
Narziss und Goldmund 1930 Hermann Hesse
*Μετάφραση ΝΤΑΓΚΜΑΡ ΤΖΩΡΤΖΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου